autopsie


autopsie - αυτοψία - autopsy - autopsia

La morgue, une odeur transperçante de propreté et de sang ...

L'obitorio, un odore pungente di pulito e di sangue ...

The morgue, a piercing smell of cleanliness & blood ...

Το νεκροτομείο, μια διαπεραστική μυρωδιά καθαριότητας και αίματος ...